- ἀποθηλασμός
- ἀπο-θηλασμός, das Aussaugen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αποθηλασμός — ο (Α ἀποθηλασμός) νεοελλ. απογαλακτισμός, διακοπή του θηλασμού αρχ. ο θηλασμός … Dictionary of Greek
αποθηλασμός — ο ο τερματισμός της γαλούχησης του βρέφους, το απόκομμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθηλασμοῦ — ἀποθηλασμός sucking masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλασμόν — ἀποθηλασμός sucking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)